Στην ρινοπλαστική επέμβαση ( πλαστική μύτης ) ασφαλώς και υπάρχουν κατευθυντήριοι κανόνες και κοινές αισθητικές παραδοχές. Η προσωπική μου φιλοσοφία είναι ότι κάθε μύτη είναι ξεχωριστή. Την πορεία της επέμβασης καθορίζει η επιθυμία εναρμόνισης με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του προσώπου.
Πρωταρχικός μου στόχος είναι η μύτη να αναπνέει άριστα και να έχει μια όμορφη, φυσική όψη, απαλλαγμένη πλήρως από χειρουργικά στίγματα, αρμονικά ταιριαστή με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του προσώπου, τα οποία και αναδεικνύει.
Προσωπικά δεν αγαπώ καθόλου τις υπερβολικά σκαφτές μύτες με σηκωμένη κορυφή και ορατά ρουθούνια ( αυτές που κοινά ονομάζουμε “γαλλικές μύτες”). Μου αρέσουν τα πιο ισχυρά, γήινα προφίλ, που δείχνουν φυσικά και μη χειρουργικά. Δεν αγαπώ όμως και τις μεγάλες και φαρδιές μύτες. Παρόλα αυτά η εμπειρία μου με έκανε να πιστεύω πως τα ιδανικά χαρακτηριστικά της επιθυμητής μύτης, κινούνται σε ένα προδιαγεγραμμένο για κάθε άνθρωπο φάσμα. Το μέγεθος της μύτης που δημιουργείται στο χειρουργείο βασίζεται σε διάφορους παράγοντες. Οι παράγοντες αυτοί διαφέρουν από ασθενή σε ασθενή και δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο αισθητικό πρότυπο το οποίο εφαρμόζω σε κάθε περίπτωση.
Έτσι για ορισμένους ασθενείς θα λέγαμε ότι είναι αδύνατον να αποκτήσουν μια μικρή μύτη, λόγω περιορισμών που θέτει η ανατομία, το πάχος του δέρματος της μύτης τους ή λόγω των επιπλοκών μιας προηγηθείσας ρινοπλαστικής. Θα φαντάζει ίσως ιδανικό ο καθένας να μπορεί να αποκτήσει την μύτη που θαυμάζει σε κάποιο τηλεοπτικό αστέρα ή σε κάποιο όμορφο πρόσωπο μιας καλλιτεχνικής φωτογραφίας. Αυτό όμως δεν είναι πάντοτε εφικτό.
Οι ασθενείς με λεπτό δέρμα και μεγάλη μύτη είναι πιθανότερο να μπορούν να αποκτήσουν μία σημαντικά μικρότερη μύτη. Σε αυτούς τους ασθενείς το λεπτό τους δέρμα μπορεί με την πάροδο του χρόνου να συρρικνωθεί και να τυλίξει σφιχτά ένα σημαντικά μικρότερο οστεοχόνδρινο σκελετό. Η συρρίκνωση αυτή μπορεί να διαρκέσει αρκετούς μήνες ή ακόμη και χρόνια σε ασθενείς με παχύτερο δέρμα.
Σαν αποτέλεσμα είναι πιθανόν, ιδιαίτερα οι τελευταίοι αυτοί ασθενείς, να νιώσουν απογοήτευση στην πρώιμη μετεγχειρητική περίοδο, πριν ακόμα δοθεί ο χρόνος να υποχωρήσει το οίδημα και το δέρμα να περιβάλλει σφιχτά τη νέα μύτη. Επίσης εάν μια μύτη μικρύνει πάρα πολύ, πέραν της δυσαρμονίας που μπορεί να προκύψει, είναι πιθανόν το δέρμα να μην καταφέρει ποτέ να συρρικνωθεί επαρκώς με αποτέλεσμα να προκύψει έτσι μετεγχειρητική δυσμορφία.
Κατά την προεγχειρητική επίδειξη του αποτελέσματος στον ηλεκτρονικό υπολογιστή προσπαθώ να κάνω μια εμπεριστατωμένη μελέτη και μια πολύ ρεαλιστική προσέγγιση, αποφεύγοντας τις εξαιρετικά μεγάλες αλλαγές. Έτσι αποφεύγεται ο κίνδυνος της υπερβολικής σμίκρυνσης μίας μύτης σε βαθμό τέτοιο ούτως ώστε το δέρμα να μην καταφέρνει πια συρρικνούμενο να καλύψει σφιχτά το νέο σχήμα και να κρεμάσει.
Η προσομοίωση του χειρουργικού αποτελέσματος, οφείλει πάντα να είναι μετριοπαθής. Βοηθά όμως σημαντικά στην προσέγγιση και αλληλοκατανόηση ιατρού- ασθενούς και στη θέσπιση κοινών, ρεαλιστικών στόχων και στρατηγικών προσέγγισής τους.
Υπάρχει μια τάση σε κάποιες μύτες, ιδιαίτερα σε μύτες μακριές με κοντά ρινικά οστά, αρκετά χρόνια μετά το χειρουργείο να στενεύει σημαντικά το μέσο τριτημόριο και να προκαλείται δυσκολία στη ρινική αναπνοή λόγω στένωσης της εσωτερικής ρινικής βαλβίδας. Για την αποφυγή του κινδύνου αυτού συνηθίζω να ενισχύω την περιοχή της άνω ρινικής βαλβίδας με τη χρήση αυτομοσχευμάτων χόνδρου, τα λεγόμενα spreader grafts και των κάτω ρινικών βαλβίδων, με lateral strut grafts .
Η μέθοδος της ανοιχτής ρινοπλαστικής που χρησιμοποιώ μου παρέχει απεριόριστη δυνατότητα επακριβούς τοποθέτησης και ασφαλούς καθήλωσης με μόνιμα ράμματα αυτών των χόνδρων. Αυτή η σκόπιμη υπερδιόρθωση, μπορεί προσωρινά να δίνει την αίσθηση ενός σχετικά φαρδύτερου από το ιδανικό μέσου τριτημορίου, κατάσταση όμως η οποία βελτιώνεται σημαντικά με την πάροδο μηνών ή ετών ενώ παράλληλα ενισχύεται σημαντικά η δομική αντοχή και αποφεύγεται πλήρως ο κίνδυνος καθίζησης του μέσου τριτημορίου και η δημιουργία εφιππιοειδούς μύτης ή ανεπάρκειας των ρινικών βαλβίδων.
Επιπροσθέτως, η διόφθαλμη όραση που επιτρέπει η ανοικτή προσπέλαση, η δυνατότητα επιμελούς αιμόστασης με την συνετή χρήση διπολικής διαθερμίας, η δυνατότητα λεπτών μικρομετρικών χειρισμών ( small increment movements), οι άπειρες δυνατότητες χειρισμού, διαμόρφωσης και στήριξης της κορυφής της μύτης, καθιστούν την ανοικτή ρινοπλαστική ( structural approach- δομική προσέγγιση για τους Αγγλοσάξονες), την ιδανική μέθοδο διαχείρισης, όχι μόνο των δύσκολων περιστατικών επανορθωτικής ρινοπλαστικής, αλλά και κάθε πρακτικά περιστατικού λειτουργικής και αισθητικής πλαστικής της μύτης.
Πολλοί ασθενείς μπορεί να καταλαμβάνονται από ανυπομονησία και να επιθυμούν η μύτη τους να εμφανίζει ιδανική όψη αμέσως μετά την αφαίρεση του νάρθηκα. Όλοι οι ιστοί του ανθρώπινου σώματος μετά από ένα χειρουργείο εμφανίζουν για άλλοτε άλλο διάστημα μετεγχειρητικό οίδημα. Η μύτη μας δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση σε αυτό τον κανόνα.
Είναι λογικό λοιπόν ότι κατά την άμεση μετεγχειρητική περίοδο, η μύτη μας θα δείχνει μεγαλύτερη και φαρδύτερη από το ιδανικό. Χρειάζεται να οπλιστεί κανείς με υπομονή και να δώσει στούς ιστούς τον απαραίτητο χρόνο, ούτως ώστε να διώξουν το οίδημα και το δέρμα μας συρρικνούμενο να έρθει και να τυλίξει σφιχτά το νεοσχηματισθέντα οστεοχόνδρινο σκελετό της μύτης μας, αναδεικνύοντας έτσι όμορφα το αισθητικό αποτέλεσμα.
Η ανυπομονησία και η ανεπίκαιρη βιασύνη, είναι αυτή που ευθύνεται τελικά για τα πολλαπλά επανορθωτικά χειρουργεία στα οποία υποβάλλονται κάποιοι ασθενείς. Ο χειρουργός προσπαθώντας να ευχαριστήσει τον ανυπόμονο ασθενή και να προσφέρει άμεση οπτική βελτίωση με το επανορθωτικό χειρουργείο, οδηγείται τελικά σε μια υπέρμετρα μειωτική παρέμβαση που καλυπτόμενη από το χειρουργικό οίδημα, δείχνει προσωρινά όμορφη ικανοποιώντας εφήμερα τον ασθενή. Δεν έχει όμως, δυστυχώς, την απαιτούμενη αντοχή αισθητικά και λειτουργικά στην αναπόφευκτη συρρίκνωση που θα φέρει μοιραία η πάροδος του χρόνου.
Μετά απο κάθε ρινοπλαστική επέμβαση χρειάζεται να διαθέτει κανείς υπομονή, ψυχραιμία και εμπιστοσύνη στο χειρουργό του και να παρέχει στην επέμβαση τον αναγκαίο χρόνο, για να μπορέσει να επέλθει η αναμενόμενη αποκατάσταση. Εκτός εάν κάποιος το μόνο που επιθυμεί είναι να δείχνει καλά άμεσα και αδιαφορεί για το αν θα πρέπει να κάνει ένα επαναληπτικό χειρουργείο κάθε πέντε με 10 χρόνια.
Επιπροσθέτως η δομική προσέγγιση με την χρήση μοσχευμάτων χόνδρου που θα ενισχύσουν την αντοχή των ρινικών βαλβίδων, μπορεί μεν προσωρινά να δημιουργεί περισσότερο οίδημα και ουλώδη ιστό, που χρειάζεται αρκετούς μήνες για να υποχωρήσει, προσδίδει όμως την απαιτούμενη αντοχή στα χόνδρινα τοιχώματα της μύτης ,έτσι ώστε να μη δημιουργείται εισολκή και δύσπνοια κατά την έντονη εισπνευστική προσπάθεια. Εξασφαλίζει λοιπόν την ανεμπόδιστη ρινική αναπνοή για πάντα.
Ο στόχος μου είναι να δημιουργήσω μια αισθητική και λειτουργική βελτίωση, η οποία θα συνεχίσει να αλλάζει προς το καλύτερο μέσα στους επόμενους μήνες καμιά φορά και μέσα στα επόμενα χρόνια. Οι αλλαγές είναι μικρές και σταδιακές και είναι δύσκολο να τις αντιληφθεί το δικό μας μάτι, μια που καθημερινά παρατηρεί τη μύτη μας στον καθρέφτη. Συνηθίζω να λέω στους ασθενείς μου προεγχειρητικά ότι η μύτη τους κατά την άμεση μετεγχειρητική περίοδο θα είναι πρησμένη και μεγαλύτερη από το αποτέλεσμα που διαμορφώθηκε στην αίθουσα του χειρουργείου. Η δε ημέρα αφαίρεσης του νάρθηκα απέχει αρκετά από την ημέρα αποκαλυπτηρίων του τελικού αποτελέσματος.
Γι’ αυτό τον λόγο συνηθίζω να βλέπω τους ασθενείς μου αρκετά συχνά μετεγχειρητικά για να παρακολουθώ την εξέλιξη του μετεγχειρητικού αποτελέσματος και να παρέχω συμβουλές χειρισμού των τοπικών οιδημάτων με μαλάξεις, αυτοκόλλητες ταινίες ή τοπική έγχυση φαρμάκων.
Στη ρινοπλαστική, η μετεγχειρητική περίοδος είναι ένα μονοπάτι, που ασθενής και γιατρός βαδίζουν μαζί, για την επίτευξη του βέλτιστου αποτελέσματος, πράγμα που αποτελεί και τον κοινό τους στόχο.